ἀλιχάνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιχάνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλιχάνη ἡ, Λυκ. (Λιβύσσ.)Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβ. ἀλχεννά. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 170.
Σημασιολογία
1) Τὸ ξενικὸν φυτὸν λαουσονία ἡ λευκὴ (lawsonia alba) τῆς τάξεως τῶν λυθρωδῶν (lithraceae). 2) Τὸ αἰθέριον ἔλαιον τοῦ ἀνωτέρω φυτοῦ. 3) Κόνις τῶν ξηρῶν φύλλων τοῦ εἰρημένου φυτοῦ, χρήσιμος ὡς βαφικὴ οὐσία τῶν τριχῶν καὶ τῶν ὀνύχων. Συνών. ἀλιχἀνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA