ἀλλὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀλλὰ σύνδ. λόγ. κοιν. ἀλ-λὰ Χίος (Λιθ.)ἀὰ Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
Ὁ ἀρχ. σύνδ. ἀλλὰ.
Σημασιολογία
Διὰ τοῦ συνδέσμου τούτου εἰσάγεται εἰς τὸν λόγον λέξις ἢ πρότασις ἔχουσα σημ. ἀντίθετον τῆς προηγουμένης, πρὸς τὴν ὁποίαν συνδέεται : Μοῦ τὸ εἶπες, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαμα. Δὲν ἤτανε νά᾿ρθω, ἀλλὰ ἦρθα Κίμωλ. Εἶναι καλὸ τὸ σπίτι, ἀλλὰ δὲ μᾶς χωράει || Φρ. Ἀλλὰ. . . — Δὲν ἔχει ἀλλά! (ὃταν διακόπτωμεν τὸν λέγοντα ὅπως προλάβωμεν τὴν ἁντίρρησιν αὐτοῦ, ἤτοι δὲν ἐπιτρέπεται ἀντίρρησις) . Ἀλλὰ εἶσαι ὅμως! (πρὸς ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου θαυμάζομεν τὸν πολυμήχανον νοῦν) . Τό ᾿καμες; — Ἀλλά; (δηλ. τί ἐνόμισες; ὅτι δὲν θὰ τὸ ἔκαμνα;)Αὐτός εἶναι ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς (ἡ φρ. ἐκ. τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Αὐτὸς εἶναι τιούτος, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ ἡμᾶς ἀπὸ τούτου, ὡς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ) . Συνών. μά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA