ἀλλάι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλάι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλλάι τό, ἀλλάγιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) Χίος (Καρδάμ.) ἀλλάγι Κέρκ. κ. ἀ. ἀλλάιν Πόντ. (Κερασ.) Κύπρ. ἀλλάι σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἄλε Καππ. ᾿λάγι Ἀθῆν. ᾿λάι Σέριφ. Σῦρ. μαλλάι πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλλάγιον = συναλλαγή, συνάλλαγμα, ἀνταλλαγή, μοῖρα στρατοῦ. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 99 κἑξ. Τὸ μαλλάι μόνον ἐν συνεκφορᾷ. Ἰδ. κατωτέρω.

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) Ἀλλαγὴ φρουρᾶς Κύπρ. 2) Ὁ χρόνος, καθ᾿ ὃν ἐκτελεῖται ἐξ ὑπαμοιβῆς ἐργασία τις, μάλιστα ἡ ἁλωνιστικὴ Κάρπ. Κέρκ. : Ἔκαμε τὸ ἀλλάι του, ἂς μπῇ κιˬ ἄλλος νὰ τὸν ἀλλάξῃ (διήνυσε τὸν ὡρισμένον δι᾿ αὑτὸν χρόνον τῆς ἐργασίας) Κάρπ. Ἦρθε κιˬ ὅλας τ᾿ ἀλλάγι μου (ὁ χρόνος καθ᾿ ὃν θὰ ἐργασθῶ διαδεχόμενος τὸν πρὸ ἐμοῦ ἐργασθέντα, ἡ σειρά μου) Κέρκ. 3) Ὅμιλος, ὁμὰς διαδοχικῶς ἐργαζομένων Κάρπ. : Κάμετε ἕναν ἀλλάι (συγκροτήσατε ἕνα ὅμιλον ἐργατῶν διαδοχικῶς μελλόντων νὰ ἐργασθοῦν) Κάρπ.4) Ὁμὰς ἐν γένει, πλῆθος, ἀγέλη σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Ἕν᾿ ἂλλάιν μιθυσμένοι Λυκ. (Λιβύσσ.)Ἕναν ἀλλάι γρα͜ιᾶδες Ρόδ. Ἕν᾿ ἀλλάι πέρδικους Κύπρ. Τ᾿ ὀρτύκιˬα ἀλλάγιˬα ἀλλάγιˬα δβαίνουνε (ἀλλάγιˬα ἀλλάγιˬα = καθ᾿ ὁμάδας) Κερασ. Τ᾿ ἐμὸν τ᾿ ἀλλάγιν (ἡ ὁμὰς εἰς ἣν ἀνήκω, ἐπὶ παιδιῶν) Κερασ. || Φρ. Ἔφαεν ἕναν ἀλλάι ξυλὲς (ἐδάρη) Χίος Τοῦ ᾿δωκεν ἕναν ἀλλάγιν (τὸν ἔδειρεν)αὐτόθ. Τοῦ ᾿δωκε ἕνα ἀλλάι καλὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἄνδρ. Τοῦ ᾿παιξενε ἕναν ἀλλάι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. || Γνωμ. Ὁ λαγὸς ἀλλάι θέλει, | ᾿ς τὸ τσικάλι λίγους θέλει (ὅπως ἀγρευθῇ χρειάζονται πολλοί, ἀλλὰ διὰ νὰ φαγωθῇ ὀλίγοι) Κρήτ. β) Φορὰ Ἀθῆν. : Δέκα ᾿λάγιˬα τὴν ἡμέρα. 5) Μοῖρα στρατοῦ συνοδεύουσα τὸν ἄρχοντα, τάγμα Καππ. (Ἀνακ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.)6) Ἐν γένει πρόσωπα ἀνήκοντα εἰς τὴν ἀκολουθίαν τινὸς Κρήτ. 7) Τὸ σύνολον τῶν ἐν στολῇ ἀνθρώπων, πομπὴ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. κ. ἀ.) : Ὁ βασιλέας πρόσταξε νὰ παίξουνε σαΐττες καὶ νὰ ποίσουνε ἀλλάι Ἀμισ. 8) Κατὰ πληθ., ἐνδύματα καινουργῆ ἑορτάσιμα καὶ μάλιστα τὰ φορέματα τοῦ γαμβροῦ, τὰ ὁποῖα τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου μετὰ μουσικῶν ὀργάνων φέρουν κρατοῦσαι αὐτὰ κόραι ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Χίος (Νένητ.) : ᾎσμ. Τὰ ροῦχα μου, τ᾿ ἀλλάγιˬα μου, βούλ–λα μαζέψετέ τα (μοιρολ.)Μεγίστ. Κοιμήθου κ᾿ ἠπαράγγειλα ᾿ς τὴν Πόλιν τὰ καλά σου, ᾿ς τὴν Βενετιˬὰν τ᾿ ἀλλάγιˬα σου κὶ τὰ διˬαμαντικά σου Λιβύσσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἰμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 438 (ἔκδ. ΣΛάμπρου σ. 264) «φέρουν ἀλλάγιˬα θαυμαστά, χάσδια χρυσωμένα» 9) Κατὰ πληθ. ἡ γαμήλιος στολὴ τῆς νύμφης Νίσυρ. : Μεγάλα ἀλλάγιˬα. 10) Τὸ πρὸς ἀλλαγὴν νομισμάτων διδόμενων κέρδος, ἐπικαταλλαγὴ Στερελλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 101 11) Ἀνταλλαγὴ (Ἑβδομ. 6, 27, 8) Τὰ ἔκαμα ἀλλάι μὲ ροζόλιˬα. Β) Ἐπιρρηματ. 1) Ὁμοῦ Κάρπ. : Ἀλλάι πορπατοῦσιν. || ᾎσμ. Στρατιώτης καὶ πραματευτὴς σὲ μιˬὰ ταβέρνα πίνουν, ἀλλάι τρών καὶ πίνουσι καὶ συχνοκουβεντιˬάζουν. Ἐνίοτε συνεκφέρεται ἡ λ. μετὰ τοῦ μαλλάι, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ ἀλλάι μετὰ προθετ. μ καὶ σημαίνει ὅλοι ὁμοῦ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.) : Νὰ κάτσωμε ἀλλάι μαλλάι Χίος Ἀλλάι μαλλάι ἐδέβαν πλάν᾿ (ἀνεχώρησαν) Χαλδ. Συνών. μαζί. 2) Παραπλεύρως Κάρπ. : Ἀλλάιν εἶν᾿ τὰ σκάμματα μας (οἱ ἀγροὶ ἡμῶν). 3) Πλησίον Πελοπν. (Λακων.) : Αὐτὸς εἶναι ἀλλάι. 4) Πέριξ Πελοπν. Τῆλ. : Ἀλλάι ἀλλάι τ᾿ ἁλών᾿ (πέριξ τοῦ ἁλωνίου) Πάρ. (Λεῦκ.)|| ᾎσμ Ἀντίκρυˬα σου ᾿ναι χρουσοφὸς κιˬ ἀλλάι σου μαστόροι Τῆλ. 5) Ὕστερον, ἔπειτα Πελοπν. (Λακων. Μάν.) : Ἀλλάι ἀπὸ τὴν δεῖνα ἦρθε ἡ δεῖνα Μάν. Ἔρχεσαι ἀλλάι Λακων. 6) Ὡς ἐπιφών., προσταγὴ πρὸς τοὺς ἀροτῆρας βοῦς διὰ νὰ στραφοῦν ἀντιθέτως Κίμωλ. Σέριφ. Σῦρ. : ᾿Λάι μέσα! Σέριφ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλλάγιˬα καὶ ὡς τοπων. Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/