ἀλλαξοβασιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοβασιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλλαξοβασιλίκι τό, Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. βασιλίκι.
Σημασιολογία
1) Ἡ μεταβολὴ τῆς πολιτικῆς καταστάσεως χώρας τινὸς καὶ ἡ ἐκ ταύτης ἀναστάτωσις αὐτῆς ἔνθ᾿ ἀν. : Ὁ Θεὸς νὰ ξεμηστεύγῃ τὸν ἄθρωπο ἀπὸ τ᾿ ἀλλαξοβασιλίκι! Κρήτ. Ἀλλοίς dου ἁπού ᾿λαχε ᾿ς τ᾿ ἀλλαξοβασιλίκιˬα (ἀλλοίμονον εἰς τὸν ζήσαντα κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἀλλαγῆς τοῦ πολιτικοῦ καθεστῶτος)αὐτόθ. Δὲ θά ᾿ρθῃ ἀλλαξοβασιλίκι ; (δὲν θὰ ἐπέλθῃ πολιτικὴ ἀναστάτωσις διὰ νὰ εἶμαι ἐλεύθερος νά σε ἐκδικηθῶ;) Μάν. 2) Ἡ ἔλευσις τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντιχρίστου Κρήτ. (Σφακ.) : Ἀλλοίς των ἁποὺ φτάξουσι τ᾿ ἀλλαξοβασιλίκιˬα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA