ἀλλαξοκαιριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοκαιριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλλαξοκαιριˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀλλαξοτσαιριˬὰ Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀλλαξουκιριˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀλλαξουκιιγιˬὰ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
Ἀλλαγὴ τοῦ καιροῦ, μεταβολὴ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως ἔνθ᾿ ἀν. : Φωνάζουν οἱ πετεινοί, θὰ ἔχωμε ἀλλαξοκαιριˬὰ σύνηθ. Μὶ τοὺ κινούργιˬου τοὺ φιgάρ᾿ εἴχαμ᾿ ἀλλαξουκιριˬὰ Ἴμβρ. || Γνωμ. Ἔχομε ἀλλαξοκαιριˬά, | κράζουν, κουκίζουν τὰ πουλλιˬὰ Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA