ἀλλαξοκόρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοκόρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλλαξοκόρφι τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. κόρφος.
Σημασιολογία
1) Τὸ περιβάλλον τὸ στῆθος μέρος τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ. 2) Τὸ ἐμβάλωμα τοῦ περὶ τὸ στῆθος μέρους τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ. β) Κατ᾿ ἐπέκτ., πᾶν ἐμβάλωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA