ἀλλαξομουσουδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξομουσουδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξομουσουδιˬάζω Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. ἀλλαξουμουσ᾿διˬάζου Θρᾴκ (Αἶν.)ἀλλαξουμουσουριˬάζω Κρήτ. (Σφακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. μουσούδι. Τὸ ἀλλαξομουσουριˬάζω κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀλλαξομουριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀλλαξομουριˬάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ᾿ ἀν. : Σὰν ἄκουσε τὸ κακὸ χαbέρι, ἀλλαξομουσούδιασὲνε ἀποὺ τὴ στεναχωρία dου Κρήτ. || ᾎσμ. Νὰ με ρωτήσῃς νὰ σοῦ πῶ τί κάνει ὁ κάτου κόσμος, ποῦ οἱ ἄσπροι μαῦροι γένουdαι κ᾿ οἱ ροδινοὶ χλομιˬάζουν κ᾿ ἐκεῖν᾿ οἱ ᾿μορφοσούσσουμοι ἀλλαξομουσουδιˬάζουν; (μοιρολ.)Ἰθάκ. Ποῦ πάς, γαϊτάνι, νὰ σαπῇς, γκόλφι μου, ν᾿ ἀραχνιάσῃς, γαρούφαλο Βενέτικο, ν᾿ ἀλλαξομουσουδιˬάσῃς; (μοιρολ.)Λευκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/