ἀλλαξομουτσούνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξομουτσούνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλλαξομουτσούνιˬασμα τό, Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλαξομουτσουνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀλλοίωσις τῶν χαρακτήρων τοῦ προσώπου ἐκ σωματικῆς παθήσεως ἢ ἄλλης ἐξωτερικῆς αἰτίας. Συνών. ἀλλαξομοισίδιˬασμα, ἀλλαξοστόρησι. 2) Κατήφεια, σκυθρωπότης : Δὲ βαστάου αὐτὸ τοὺ ἀλλαξουμουτσούνιˬασμα τοὺ θ᾿κό σ᾿!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA