ἀλλαξοπροσωπιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοπροσωπιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαξοπροσωπιˬάζω Νάξ. Πελοπν. (Δημητσάν.)κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλλαξοπρόσωπος.
Σημασιολογία
Ἀλλοιοῦμαι τὴν ὄψιν, μεταβάλλομαι τὸ πρόσωπον ὑπὸ φόβου, λύπης, δυσαρεσκείας, κοπώσεως κττ., συνήθως ἡ μετοχ. ἔνθ᾿ ἀν. : Ἦρθεν ἀλλαξοπροσωποπιˬασμένος (μὲ καταφανῆ δυραρέσκειαν ἐπὶ τοῦ προσώπου) Δημητσάν. Ἐπλησίασε τὸ παλληκάρι τοῦ πύργου ᾿ς τὸ παλάτι ἀλλαξοπροσωπιˬασμένο ἀπὸ τὸ τρεχιˬὸ (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλλαξομουριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA