ἀλλαξοφεγγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοφεγγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλλαξοφεγγιˬὰ ἡ, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλλαξουφιγγιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. φέγγος.
Σημασιολογία
Ἀλλαγὴ φωτὸς ἢ χρώματος, ἤτοι ἐμφάνισης πρὸ τῶν ὁφθαλμῶν ἀσυνήθους χρώματος ἕνεκα ἰσχυρᾶς ψυχικῆς συγκινήσεως : Ἀλλαξοφεγγιˬὰ τοῦ ᾿ρθε, ἅμα ἄκουσε τὸ θάνατο τῆς μάννας του Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Μὶ βάρισι νιˬὰ μπάτσα κὶ μοῦ ᾿ρθι ἀλλαξουφιγγιˬὰ Αἰτωλ. Ἔπισα κάτ᾿ ἀπ᾿ τοὺ παλκό᾿ κὶ μοῦ ᾿ρθι ἀλλαξουφιγγιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA