ἀλλαξοφτε͜ιάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοφτε͜ιάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξοφτε͜ιάνω ἀμάρτ. ἀλλαξοφε͜ιάνω Κρήτ. ἀλλαξοφε͜ιάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀλλάζω καὶ φτε͜ιάνω.

Σημασιολογία

1) Ἐπιδιορθώνω τὰ παλαιὰ ἐνδύματα ἀντικαθιστῶν τὸ ἐφθαρμένον μέρος αὐτῶν διὰ καινουργοῦς ὑφάσματος. 2) Πλέκω τὸ φθαρὲν μέρος περιποδίου : Ἀλλαξοφε͜ιάζω τσοὶ κάρτσες μου ποῦ θέλαν μύτες καὶ φτέρνες. 3) Ἐκστρέφω, μεταγυρίζω ἔνδυμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/