ἀλλαργάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαργάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαργάρω σύνηθ. ἀλλαργάρου βόρ. ἰδιώμ. ἀλλαργέρω Κάρπ. Κάσ. Σίφν. Σύμ. ἀλλαργέρνω Θήρ. Κρήτ. κ. ἀ. ἀλλασγέρνου Ἴμβρ. ᾿λαργάρω Κύθν. Νάξ. (Δαμαρ.) Χίος ᾿λαργέρω Κάρπ. Σύμ. Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. allargare. Τὸ ἀλλαργέρω καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι σύνηθ. : Ἀπῆτις ἀλλαργάραμε, ἐκούσαμε τσὶ bαλλωθεˬὲς (πυροβολισμοὺς) Κρήτ. Ἀλλάργαρ᾿ ἀποὺ τὸ χωριˬὸ αὐτόθ. Ἅμα ἀλλάργαρα κομμάτ᾿ , ἄκ᾿σα φωνὲς Προπ. (Κύζ.) Ἐν μποροῦμε ν’ ἀλλαργάρωμε καθόλου (᾿ὲν = δὲν) Σίφν. Οἱ σκύλλοι, αφοῦ ἠλλαργάρανε, ἠστρέφανε πίσω κ᾿ἠξανοίανε (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Ἐλλάργαρε τὸ καΐκι ἕνα μίλι Κύθν. Τόμου ᾿λαργίραν κομμάτι, ᾿φίν-νει κιˬ αὐτὸς τ᾿ ἁλώνι (ἐκ παραδ.) Σύμ. || Γνωμ. Ἀπὸ γίγαντα δανείσου, | ἀπὸ ἀλεποῦ ἀλλαργαρίσου (εἶναι προτιμότερον νὰ συναλλάττεταί τις πρὸς σκαιὸν καὶ ἀπηνῆ δανειστὴν παρὰ πρὸς ἄδικον καὶ κερδαλέον Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,452) Πάτμ. || Παροιμ. Σύντεχνέ μου, σύντεχνέ μου, | ᾿ς τὴ δουλε͜ιὰ βοήθησέ μου, ᾿ς τὸ φαεῖν ἀλλάργερέ μου (ἐπὶ τῶν βουηθουμένων καὶ εἶτα ἀγνωμονούντων) Κάρπ. Καὶ μετβ. ἀπωθῶ, ἀπομακρύνω πολλαχ. : ᾿Λαργέρω τὸ καΐκι Σύμ. Πβ. ἀλλαργένω, ἀλλαργεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA