ἀλλάργος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλάργος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλάργος ἐπίθ. Κρήτ. ᾿λάργκο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλάργα, παρ᾿ ὃ καὶ ἀλλάργο.
Σημασιολογία
Ὁ μακρὰν εὑρισκόμενος, μακρινὸς ἔνθ᾿ ἀν. : Ἐπῆγε ᾿ς ἀλλάργο μέρος Κρήτ. Ἦρθε ἀπ᾿ ἀλλάργο dόπο αὐτόθ. || ᾎσμ. Κιˬ ὠργίστηκέ μου ἡ μοῖρά μου κ᾿ ἐκαταράστηκέ μου νὰ πορπατῶ ᾿ς τὴ ξενιθε͜ιὰ κ᾿ εἰς τὸν ἀλλάργο gόσμο αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλλαργινὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA