ἀλλαρμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαρμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαρμίζω ἀμάρτ. ᾿λαρμίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. allarmare.
Σημασιολογία
Ἐνοχλῶ διὰ λόγων πειρακτικῶν : Μὶ ᾿λαρμίζ᾿ οὑ πατέρας-ου- μ᾿ οὑλουένα. Τοὺ ᾿λάρμ᾿ζαν τοὺ ᾿λάρμ᾿ζαν τοὺ πιδί, γιˬ᾿ αὐτὸ κὶ ᾿κεῖνου σ᾿κώθ᾿κι κ᾿ ἔφ᾿γι. Ἔχου νιˬὰ γρα͜ιά, οὑλουένα ᾿λαρμίζ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA