ἀλλατοῦρκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλατοῦρκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλατοῦρκα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Τοῦρκος κατὰ τὰ ἄλλα εἰς –α τροπικὰ ἐπιρρ.
Σημασιολογία
Κατὰ τὸν τρόπον τῶν Τούρκων, ὡς οἱ Τοῦρκοι συνηθίζουν : Αὐτὸς ζῇ μὲ δυˬὸ γυναῖκες ἀλλατοῦρκα. Κάθεται ἀλλατοῦρκα (ὀκλαδόν) . Εἶναι τρεῖς ἡ ὥρα ἀλλατοῦρκα (ὡς συνηθίζουν νὰ μετροῦν τὸν χρόνον οἱ Τοῦρκοι) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA