ἀλλαφάτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαφάτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀλλαφάτσα ἐπίρρ. Ἤπ. (Χουλιαρ.)Κεφαλλ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀλλὰ καὶ τοῦ οὐσ. φάτσα.

Σημασιολογία

1) Κατὰ πρόσωπον, ἔμπροσθεν, ἀπέναντι Ἤπ. (Χουλιαρ.) κ. ἀ. :Ἔρχιτι – στάθ᾿κι ἀλλάφατσα Χουλιαρ. 2) Πλαγίως ὡς πρὸς τὸ πρόσωπον Κεφαλλ.: Φρ. Ἔβαλλε τὸ καπέλλο του ἀλλαφάτσα (ἔθεσε τὸν πῖλον κεκλιμένον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὄχι κατὰ τὸν συνήθη σεμνὸν καὶ κόσμιον τρόπον, φέρεται ἄρα ἀλαζονικῶς, ὑπεροπτικῶς). Συνών. στραβά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/