ἀλλαχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλαχτὸς ἒπίθ. ἀλλακτὸς Ἄνδρ. ἀλλαχτὸς Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) Σάμ. Χίος κ. ἀ. — Λεξ. Βλαστ. ἀὲ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀλλακτός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετ. 1) Ἡλλοιωμένος ἐκ νόσου ἢ θλίψεως Σάμ. : Ἔγιν᾿ ἀλλαχτὸς ἀπ᾿ τὴ πίκρα τ᾿. 2) Παράξενος, ἰδιότροπος (κυρίως ὁ ἠλλοιωμένους ἔχων τοὺς τρόπους) Χίος β) Ἀνόητος, μωρὸς Λεξ. Βλαστ. 3) Συνεσταλμένος, ἄτολμος, δειλός, ἐντροπαλὸς Χίος. 4) Ὁ ἀνταλλασσόμενος,ὁ ἐξ ἀνταλλαγῆς προερχόμενος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) : Ἀλλαχτὸν ἐπῆρα ἀοῦτο τὸ μῆλον Τραπ. 5)Ὁ μεταλλάξας τὰ παλαιά του ἐνδύματα διὰ νέων ἢ καινουργῶν Τσακων. : Σάμερε ἀὲ ἐζᾶκα ὸν ἅγιˬε (σήμερον μὲ τὰ καλά μου ροῦχα ἐπῆγα εἰς τὴν ἐκκλησίαν). Β)Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. 1) Τὸ μεταλλασόμενον ἔνδυμα, τὸ ἀντικαθιστάμενον ὑπ᾿ ἄλλου ἐνδύματος, ὅπερ εἶναι ἢ καθαρὸν ἢ καινουργὲς ἢ πολυτελὲς Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) : ᾎσμ. Εἶντα μὲ θέλ᾿ ὁ βασιλεˬὰς τ᾿ εἶντα ᾿ν᾿ ὁ ὁρισμός του ; Ἂν εἶναι γιˬὰ τὸ χόρεμαν, νὰ πιˬάσω τ᾿ ἀλλαχτά μου (χόρεμαν = χορὸς) Κύπρ. 2) Τὸ κατὰ τὴν δοξασίαν τοῦ λαοῦ ὑπὸ τῶν νεράιδων ἀνταλλασσόμενον ἴδιον παιδίον, ὅπερ ἔχει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ ἐλαττώματα, ἤτοι εἶναι ἰσχνόν, καχεκτικόν, ἀφῃρημένον, ἠλίθιον, λαίμαργον κττ., πρὸς τὸ ὑγιὲς τῆς γυναικὸς Ἄνδρ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. κ. ἀ. : Ἔγινες σὰν ἀλλαχτὸ Κεφαλλ. Τί στέκεις σὰν ἀλλαχτό! αὐτόθ. Τί ἀλλαχτὸ ἤτανε ἐκε͜ιὸς ποῦ μᾶς ἐκουβάλησες! αὐτόθ. Εἶδες τηνε, τὸ ἀλλακτό! Ἄνδρ. Ἔπεσε μέσα ᾿ς τὸ πιˬάττο καὶ τρώει σὰν ἀλλαχτό! (λαιμάργως) Ἰθάκ. Φωτιˬὰ νὰ σὲ κάψῃ, ἀλλαχτό! (ἀρὰ) αὐτόθ. Συνών. ἀλλαξίμι. Πβ. ἀλλοϊνός, ἀλλότριˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA