ἀλλέγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλέγρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλέγρα ἐπίρρ. Ζάκ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Πόντ. (Σινώπ.) κ. ἀ. ἀλλέγριˬα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλλέγρος.
Σημασιολογία
1) Εὐθύμως, ζωηρῶς Ζάκ. Ἤπ. Πόντ. (Σινώπ.) 2) Χωρὶς συστολήν, ἐλευθέρως Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) : Ἔλα, πές τα ἀλλέγρα, εἶdα dρέπεσαι ; εἶdα φοβᾶσαι; Κρήτ. Ἀλλέγρα νὰ μοῦ τὰ ᾿πῇς αὐτόθ. Συνών. ἐλεύθερα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA