ἀλλέστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλέστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλέστα ἐπίρρ. πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς Ἰταλ. φρ. alla lesta. Ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 4,8. Ἡλ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ἑτοίμως, προθύμως, προσεκτικῶς, πρὸ πάντων μετὰ τῶν ρ. εἶμαι, στέκω ἢ στέκομαι, κάθομαι σύνηθ. : Εἶμαι – στέκω – κάθομαι ἀλλέστα πολλαχ. Ἀλλέστα στέκουμι ἀπ᾿ τοὺ προυὶ ὣς τοὺ βράδ᾿ γιὰ νὰ φκ͜ειάσου τοὺ φαεῖ Αἰτωλ. Κάθ᾿ ἀλλέστα! (ἔσο προσεκτικὸς)Σύμ. β) Ὡς παρακελευσματικόν ἐπιφών. ἐν χρήσει μάλιστα ἐν τῇ ναυτικῇ πολλαχ. : Ἀλλέστα! (ἐστὲ ἕτοιμοι !)2) Εὐθύς, ἀμέσως, ταχέως Ἄνδρ. Κεφαλλ. Σῦρ. κ.ἀ. : Πάει ἀλλέστα Κεφαλλ. Νὰ πάς ἀλλέστα ἀλλέστα ! Σῦρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Τοῦ Ἀλλέστα τοπων. Ἄνδρ. (Κόρθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA