ἀλλεˬῶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλεˬῶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλεˬῶς ἐπίρρ. ἀλλέως Κορσ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλλέγιˬως Πόντ. (Κερασ.)ἀλλεˬῶς κοιν. ἀγεˬῶς Σίφν. ἀλλέες Πόντ (Σάντ.)ἀλλὲς Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀλλέως. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917)217, ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923)97 καὶ PKretschmer ἐν Glotta14 (1925) 209 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Κατ᾿ ἄλλον τρόπον, ἄλλως, διαφόρως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀλλεˬῶς σοῦ εἶπα ἐγὼ νὰ τὸ κάμῃς κιˬ ἀλλεˬῶς τὸ ἔκαμες κοιν. Ἐγὼ ἀλλέως εὐτάγ᾿ ἀτο (τὸ κάμνω)Χαλδ. Ἐμὲν ἀλλέως εἶπεν ἀτο αὐτόθ. || Φρ. Ἂν μπορῇς, κάμε κιˬ ἀλλεῶς! ἢ μόνον κάμε κιˬ ἀλλεˬῶς ! (ἐπὶ ἀνάγκης ἀναποφεύκτου)σύνηθ. Ὁ ἔτσι κιˬ ὁ ἀλλεˬῶς! Ὁ ἔτσι κι ὁ ἀλλεῶς! (ἡ φρ. λέγεται ὑβριστικῶς οὕτως ἀντὶ συγκεκριμένης κατὰ τινος ὕβρεως)Κεφαλλ. || ᾎσμ. Δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμ᾿ ἀλλεˬῶς, νὰ μή σε ζουγραφήσω, γιˬὰ νὰ θωρῶ τὴ ζουγραφιˬὰ νὰ μὴ σ᾿ ἀλησμονήσω Ἄνδρ. 2)Εἰδεμή, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)Ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ἀλλεˬῶς θὰ τὸ μεταν͜οιώσῃς κοιν. Μὴ ποίς ἀτο, ἀλλέως τοξεύω σε ! (μὴ τὸ κάμῃς, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θά σε δείρω!)Κερασ. Συνών. ἀλλέα, ἀλλεˬώτικα. Πβ. ἀλλεˬώτινα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA