ἀλλεˬώτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλεˬώτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλεˬώτικος ἐπίθ. κοιν. ἀλλτικος Πόντ. (Χαλδ.)ἀλλεˬώτ᾿κους βόρ. ἰδιώμ. ἀλλεˬώτσιχο Τσακων. Θηλ. ἀλλεˬώτ᾿σσα Θρᾴκ. (Περίστασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλεˬῶς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ώτικος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ἀλλοῖος, διάφορος κοιν. καὶ Πόντ.(Χαλδ.)Τσακων. : Ἀλλεˬώτικο παννὶ-ψωμὶ κττ. Αὐτὸ τὸ φόρεμα εἶναι ἀλλεˬώτικο ἀπὸ ἐκεῖνο. Ἔγινε ἀλλεˬώτικος (μετεβλήθη ἡ φυσιογνωμία ἢ ὁ χαρακτήρ του) . Ἄλλος ἦτο κιˬ ἀλλεˬώτικος ἔγινε. Ἀλλεˬώτικη θωριὰ (διάφορον χρῶμα)κοιν. Τ᾿ ἐμὸν τὸ μαντήλ᾿ ἀλλτικον ἔν᾿ Χαλδ. Ἀτὸ ἀλλτικον πρᾶμαν ἔν᾿ αὐτόθ. Φορεσιˬὰ ἀλλεˬώτ᾿σσα Περίστασ. Ἐκεῖνες οἱ γυναῖκες εἶναι ἀλλεˬώτ᾿σσες αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀλέικος, ἀλλέος, ἀλλεˬώτινος 1. 2) Ἀλλόκοτος, παράξενος κοιν. : Ἀλλεˬώτικος ἄνθρωπος, δὲ μπορεῖς νὰ τὸν καταλάβῃς. Συνών. ἀλλεˬώτινος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA