ἀλληθωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληθωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀλληθωρίζω (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀ᾿θουρίζου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλλήθωρος (ΙΙ) .
Σημασιολογία
Ἀποβάλλω τὸ πρότερον χρῶμα καὶ προσλαμβάνω ἄλλο ἕνεκα τριβῆς ἢ ἂλλης τινὸς αἰτίας, γίνομαι ἄχρους ἀμαυρός. Συνών. ξεθωριˬάζω, ξεθωρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA