ἀλληλο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀλληλο- λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Θέμ. τῆς ἀρχαίας ἀλληλοπαθοῦς ἀντων. ἀλλήλων.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς πρῶτον συνθετ. πρὸς δήλωσιν ἀμοιβαιότητος καὶ ἀλληλοπαθείας, οἷον : ἀλληλοβοήθεια, ἀλληλοσκοτωμός, ἀλληλοσκοτώνομαι, ἀλληλοτρώγομαι, ἀλληλοϋβρίζομαι, ἀλληλοφαγώνομαι κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA