ἀλληλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλληλογῶ Ἀμοργ. Κρήτ. κ.ἀ. — Λεξ. Βλαστ. ἀννηλογῶ Χίος ἀννηλοῶ Ναξ. (Γαλανᾶδ. κ.ἀ.)ἀλλαλογῶ Ἤπ. ἀλλαλουγῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)ἀλληλογάω Ζάκ. Ἤπ. —Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ἀηλογῶ ΔΣολωμ. 53 ἀηλογάω Ζάκ. ἀλληλοΐζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀλληλογῶ. Πβ. Σπαν. στ. 326 (ἔκδ. ΔΜαυροφρύδ. σ.11)«υἱέ μου, ἴδε, ἂν ἔφαγες ξένον τίποτε πρᾶγμα |καὶ πῆρες καὶ κατέλυσες, κατεδαπάνησές το, |μὴ κρύψῃς τοῦτο, μὴ ἀρνηθῇς, μὴ τὸ ἀλληλογήσῃς». Εἰς τὸ ἀηλογῶ ἀποβολὴ τοῦ λ κατ᾿ ἀνομ.
Σημασιολογία
1) Παλινῳδῶ, μεταβάλλω γνώμην, μεταμελοῦμαι ἔνθ᾿ ἀν. : Εἴπενε πῶς θὰ τὸ κάμῃ, μά ὕστερα ἀλληλόησὲνε Κρήτ. Δὲν πιστεύω ν᾿ ἀννηλοήσῃς Νάξ. Ἀννηλόησενε πάλι κὰι δὲ dὸ πουλεῖ τὸ χωράφι Γαλανᾶδ. 2) Ψεύδομαι Χίος. 3) Ταράττομαι, θορυβοῦμαι Κρήτ. : Ἀλληλοΐσαμὲνε καὶ δὲν ἐκατέχαμὲνε εἶdα νὰ κάμωμὲνε. β) Ἀντηχῶ ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν. : Ποίημ. . . . Βουνὰ καὶ λόγγοι |καὶ λαγκάδιˬα ἀηλογοῦν. 4) Ἐξίσταμαι τῶν φρενῶν, παραφρονῶ Ἤπ. : Ἀπὸ τὸ φόβο του ἀλληλόησ᾿ ὁ ἄνθρωπος Ἤπ. 5) Λέγω ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, παραληρῶ Ζάκ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ. Συνών. ἀνεμομιλῶ, παραλαλῶ, παραλογιˬάζω, παραλογῶ, παραμιλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA