ἀλληλουιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλουιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλληλουιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλληλούια.
Σημασιολογία
Μετβ. κινῶ τι ἔχων αὐτὸ ἀνηρτημένον ἢ κρατῶν ἀπὸ τῆς χειρὸς (ἡ σημ. προῆλθεν ἐκ πράξεως τοῦ ἱερέως, ὅστις λέγων ἀλληλούια κινεῖ ἅμα σταυροειδῶς δοχεῖον περιέχον ἔλαιον, ἐκ τοῦ ὁποίου χύνει σταυροειδῶς εἰς τὴν κολυμβήθραν): Ἀλληλούιˬαξεν τὸ καντάριν τ᾿ ἔπ-πεσεν τὸ ροΐν (ροδίν == ἀντίβαρον) . Καὶ ἀμτβ. κινοῦμαι, ταλαντεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA