ἀλλόβαφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλόβαφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλόβαφος ἐπὶθ. Κύπρ. (Λεμεσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. βαφή.
Σημασιολογία
Ὁ ἀποβαλὼν τὴν βαφήν του καὶ ἀποκτήσας ἄλλην: Ἐβούτ-τησεν τὸ έριν του μέσα ᾿ ς τὸ νερὸν τὸ κοχλαστὸν τ᾿ ἐγίνην ἀλλόβαφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA