ἀλλόθρησκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλόθρησκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλόθρησκος ἐπίθ. σύνηθ. ἀλλόθρησκους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. θρησκεία.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων εἰς ἄλλην θρησκείαν ἢ δόγμα, ὁ μὴ Χριστιανὸς ἢ ὁ μὴ ὀρθόδοξος ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Μὴν τύχῃ κ᾿ εἶναι ἀλλόθρησκος | ἐκεῖνος ὁ παλ͜αιοφονεˬὰς (μοιρολ.)Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/