ἀλλο͜ιωτεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλο͜ιωτεύω

Τυπολογία

ἀλλο͜ιωτεύω ἀμάρτ. ἀλλ͜οιουτεύου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. Ἀρτοτ.)Μετοχ. ἀλλο͜ιωτεμένος Λεξ. Βλαστ. (λ. ἀλλιˬωτεμένος) .

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀλλοιωτός.

Σημασιολογία

Ἀλλοιοῦμαι, μεταβάλλομαι ἔνθ᾿ ἀν.:Ἀλλ͜οιώτιψ᾿ οὑ κιρὸς-ἡ μέρα-τοὺ χρῶμα-οὑ ἄνθρουπους Ἀρτοτ. Ἀλλ͜οιώτιψιν αὐτὸς οὑ κόσμους (μετεβλήθησαν οἱ χαρακτῆρες τῶν ἀνθρώπων)Αἰτωλ. Οὑ κακὸς οὑ ἄνθρουπους δὲν ἀλλ͜οιουτεύ᾿ πουτὲ αὐτόθ. Ἀλλ͜οιουτιμένους ἦρθι αὐτὸς αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/