ἀλλοκρατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοκρατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλοκρατῶ Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ ρ. κρατῶ.

Σημασιολογία

Μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, ἀποδημῶ: Πῆραν τὰ μάτιˬα τους κιˬ ἀλλοκράτησαν. Συνών. ξενιτεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/