ἅλ-λομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅλ-λομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἅλ-λομαι Κύπρ. ἕλ-λομαι Κύπρ. γέλ-λομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἅλλομαι.

Σημασιολογία

Πάλλομαι, συνήθως ἐπὶ τοῦ παλμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν ἀναπάλσεων τοῦ κρέατος νεοσφαγοῦς ζᾠου:Ἅλ-λεται τ᾿ ἀμ-μάτιν μου τ᾿᾿ εν-νὰ δῶ ξένον (πβ. μεταγν. παρὰ θεοκρίτ. 3,37 «ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός, ἆρά γ᾿ ἰδησῶ | αὐτάν;»)Ἄε τὸ κρεˬὰς εἶντα λοῆς ἕλ-λεται! (ἄε=ἰδέ) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/