ἀλλοπιστεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοπιστεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλοπιστεύω ἀμάρτ. ἀλλουπιστεύου Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ του ρ. ἀλλοπιστῶ. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὸ πιστεύω.

Σημασιολογία

Μεταβάλλω τὴν πίστιν μου, τὴν θρησκείαν μου: ᾎσμ. Πιδιˬά μου, δὲν τουρκεύιτι κὶ δὲν ἀλλουπιστεύιτι γιˬὰ νὰ χαρῆτι τοὺ dουνιˬὰ κὶ τ᾿ ἄλουγα τὰ γλήγουρα ; Πβ. ἀλλαξοπιστῶ, ἀλλοπιστῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/