ἀλλόπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλόπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλόπιστος ἐπίθ. Εὔβ. (Ὄρ.)Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.)Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.)Χίος ἀλλόπιστους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀλλόπιστος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἄλλην πίστην ἔχων, ὁ ἑτερόδοξος, ὁ μὴ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Εὐτὸς εἶναι Φράγκος, ἀλλόπιστος, πῶς θὰ τὸνε πάρῃς, μωρή; Ἀπύρανθ. 2)Ὁ πράττων παρὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν θρησκείαν του, ἀσυνείδητος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων)Πόντ. (Οἰν.)Χίος: Ἆσμ. Μὴν τὸ πάς τῆς μάννας μου τῆς ἀλλόπιστης μήτε τῆς ἀδερφῆς μου τῆς ἀβάφτιστης Χίος. 3)Ἐναγής, μιαρὸς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πβ. ἀλλόφυλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/