ἄλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αντωνυμία

Τυπολογία

ἄλλος ἀντων. ἀόριστος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.)Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἄλλους βόρ. ἰδιώμ. ἄλλος Κρήτ. (Σφακ.)ἄουος Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.)ἄος Θρᾴκ. (Ταϊφ.)ἄλτος Ἀστυπ. ἄλλες Πόντ. (Χαλδ.)ἄλλο Καλαβρ. (Μπόβ.)Καππ. ἄλλου Καππ. (Μαλακ.)ἄο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ)ἄλλερ Τσακων. ἄλλε Τσακων. ἄου Καππ. ἄβου Καππ.ἄγου Καππ. Οὐδ. ἄλλου Πόντ. (Ἀμισ.)Γενικ. θηλ. ἀλληνὲς Πόντ (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ)Γενικ. οὐδ. ἀλληνθεΐ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἡ ἀρχ. ἀόριστος ἀντων. ἄλλος. Διὰ τὸν τύπ. Ἀστυπ. ἄλτος πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι σκύλλος-σκύλτος, φύλλον-φύλτον κττ. Πβ ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 29 Ὁ τύπ. ἄλλερ λέγεται πρὸ φωνήεντος, ὁ ἄλλε πρὸ συμφώνου, ὁ δὲ ἄλλες ἑπομένου τοῦ ἀριθμτ. εἶς. Εἰς τοὺς τύπ. ἄβου καὶ ἄγου ἔγινε ἀνάπτυξις τῶν φθόγγ. β καὶ γ μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ.

Σημασιολογία

1)Ἄλλος, ἕτερος, κατ᾽ ἀντιδιαστολὴν πρὸς ἕνα ἢ περισσοτέρους κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μαλακ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. : Ἦρθαν πατριῶται καὶ ἄλλοι ξένοι. Πο͜ιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ κάμῃ τέτο͜ια πράματα ; Ὅπο͜ιος ἄλλος θέλει ἂς ἔλθῃ. Ἄλλη φορὰ δὲν ἔρχομαι. Ἄλλη φορὰ -ὥρα τὰ ξαναλέμε. Εἶναι κἀνεὶς ἄλλος ; — Δὲν εἶναι κἀνεὶς ἄλλος. Ἄλλος ἕνας (εἷς προσέτι). Θὰ τοῦ δώσῃ ἄλλα τόσα. Ἄλλος ἀπὸ ἐκε̑ινον δὲν τὸ κάνει αὐτό. Ἄλλο δὲν κάνεις παρὰ νὰ κλαίεσαι – νὰ παραπονε͜ιέσαι – νὰ τρώς κττ. (δηλ. ἄλλο πρᾶγμα δὲν κάνεις παρὰ κτλ., ἤτοι διαρκῶς κλαίεσαι κτλ.) Τίποτε ἄλλο δὲ θέλω. Ὁ ἕνας κατηγορεῖ τὸν ἄλλον (κατηγοροῦν ἀλλήλους). Ἢ ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος τό ᾽καμε. Ἢ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο εἶναι σωστό. Βάζω τὸ ἕνα ἀπάνω ᾽ς τὸ ἄλλο. Δὲν ἦτο ἄλλος σὰν κιˬ αὐτόν. Ἄλλης λογῆς ἄνθρωπος – γυναῖκα – πράματα κττ. κοιν. Ἄλλ’ ἀρθώπ’ ἔρθανε Τραπ. Χαλδ. Ἄλλα μῆλα ᾽κ᾽ ἔχομε αὐτόθ. Πο͜ιὸςκιˬ ἄλλος παίρνει τόσα πράματα! Σίφν. Ἄουο τίοτας δὲν ἤκαμὲνε Βόθρ. Ἄλλος εἷνας (προσέτι ἕτερος) Χαλδ. κ. ἀ. Μιˬὰ κιˬ ἄλλη τὸνε τινάσσει (ἡμέραν παρ’ ἡμέραν τὸν προσβάλλει ὁ ἑλώδης πυρετὸς) Κρήτ. Ἰμεῖς ἕναν ἀπ’ τοὺν ἄλλουν εἴμαστι κατὰ διˬαόλ’ (καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Νέ ’ς σοῦ εἱνὸς τὸ ποδάρ’ ἐχώρεσεν καὶ νὲ ᾽ς τ᾽ ἀλληνὲς (οὔτε εἰς τῆς μιᾶς τὸ πόδι ἐχώρεσε οὔτε εἰς τῆς ἄλλης. Ἐκ παραμυθ.) Τραπ. Τὴν εἷναν ἔδεσαν ᾽ς σοῦ εἱνὸς τ᾽ ἀλογοῦ τ᾽ οὐράδ᾽ καὶ τὴν ἄλλεν ᾽ς τ᾽ ἀλληνθεΐ᾽ (τὴν μίαν ἔδεσαν εἰς τοῦ ἑνὸς ἵππου τὴν οὐρὰν καὶ τὴν ἄλλην εἰς τοῦ ἄλλου. Ἐκ παραμυθ.) αὐτὸθ. || Φρ. Ὁ ἄλλος κόσμος ἢ ἡ ἄλλη ζωὴ (ἡ μετὰ θάνατον ζωή). Ὁ ἕνας κιˬ ὁ ἄλλος (οἱ τυχόντες). Ἄλλοι καὶ ἄλλοι! (πάμπολλοι!) Ἄλλα καὶ ἄλλα! (πάμπολλα !) Δίχως –χωρὶς ἄλλο (ἐξάπαντος). Λέγω ἄλλ᾽ ἀντ᾽ ἄλλων ἢ ἄλλ᾽ ἀντ᾽ ἄλλα (λόγους ἀσυναρτήτους, ἀνοήτους). Ἄλλος μιλάει! (ἐπὶ μεθύσου φλυαροῦντος). Ἄλλο τοῦτο! (ἐπὶ ἐκπλήξεως διὰ παράδοξον ἄκουσμα ἢ ἀνέλπιστον γεγονός). Ἄλλος τόσος (διπλάσιος). Κάθε ἄλλο! (δηλ. πᾶν ἄλλο πρᾶγμα δύναμαι νὰ εἴπω ἢ νὰ κάμω, νὰ λεχθῇ ἢ νὰ γίνῃ κττ. παρὰ τοῦτο, τὸ ὁποῖον λέγεις! Ἐπὶ ἐντόνου ἀρνήσεως). Ἄλλο τίποτε ἀπὸ ἀνοησίες-εξυπνάδες (ἄλλο τίποτε δὲν ἐλέχθη παρὰ ἀνοησίες κτλ.) Ἄλλο τίποτε ἀπὸ κρέας-τυρὶ-ὑγεία-ψωμὶ κττ. (δηλ. ἄλλο τίποτε ἐρώτησε ἢ ζήτησε παρὰ κρέας κτλ., αὐτὰ ἀφθονοῦν. Ἐπὶ πράγματος ἀφθόνου). Ἄλλο κακό, ἄλλη δυστυχία-συμφορὰ ! κττ. (ἐπὶ νέου κακοῦ κτλ.) Ἄλλος πάλιν αὐτός! (ἐπὶ προσώπου ὁμοίου κατὰ τὰ ἐλαττώματα πρὸς ἄλλους). Ὄχι ἄλλο! (ἐνν. πρᾶμα. Ὅταν ἀποκρούῃ τις οἱονδήποτε πρᾶγμα). Ἄλλο ποῦ δὲν ἤθελε! (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἐπιτυχόντος ἢ εὑρόντος τι κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπιθυμητὸν ἢ ἀρεστὸν εἰς αὐτὸν). Ἄλλος ἢ ἄλλοι ᾽ς τὸ κρέας -᾽ς τὰ ψὰριˬα κττ. (εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν διαλαλούντων τὸ ἐμπόρευμά των, ἤτοι ἐμπρός, προσέλθετε νὰ ἀγοράσετε). Τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο κωστίζουν τόσο (κατὰ μέσον ὅρον) κοιν. Σοῦ λέγει ὁ ἄλλος (ἤτοι δύναται νὰ εἴπῃ οἱοσδήποτε. Τῆς φρ. γίνεται χρῆσις, ὅταν ὁ λέγων παρεισάγῃ εἰς τὸν λόγον πιθανὴν ἀντίρρησιν ἢ γνώμην τινὰ ἄλλου, οἷον : ἐδῶ πρόκειται γιˬὰ χρήματα πολλὰ - γιˬὰ τὴν τιμὴ - τὴν ὑπόληψι, δὲν εἶναι παῖξε γέλασε, σοῦ λέγει ὁ ἄλλος) σύνηθ. Ἕνα τ᾽ ἄλλο (ὁτιδήποτε) Σῦρ. Ἕναν κιˬ ἄλλο (ἐπὶ ποικίλων πραγμάτων) Κρήτ. Σίφν. Οὔ, ἄλλο καλό! (ἀπάντησις εἰς ἐρώτησιν ἂν ὑπάρχῃ τι, ἤτοι ἄλλο τι καλύτερον ζήτησε, αὐτὸ ποῦ ζητεῖς ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ. Ἐπὶ πράγματος ἀφθονοὺντος) Ἤπ. Ἄλλο τι τώρᾳ! (ἤτοι ἔχομεν ἄλλα σπουδαιότερα νὰ κάμωμεν καὶ δὲν ἔχομεν καιρὸν νὰ ἀσχοληθῶμεν εἰς αὐτό, τὸ ὁποῖον λέγεις) αὐτόθ. Ἄλλο κακό! (ἐνν. νὰ μὴν πάθῃς ἢ πάθῃ κττ. Ἐπὶ παθήματος ἀναξίου λόγου) αὑτόθ. Ἄλλο λίγο νὰ κτλ. (ὀλίγον ἔλειψε νὰ κτλ.) Κρήτ. || Παροιμ. Φρ. Πᾶρε τὸν ἕνα χτύπα τὸν ἄλλον (ἐπὶ ὁμοίων κακῶν ἀνθρώπων) κοιν. Ἀπεδῶ πάν κιˬ ἄλλοι (ἐπὶ ταχείας φυγῆς). Ἄλλο νὰ τὸ δῇς κιˬἄλλο νὰ τ᾽ ἀκούσης (δὲν δύναταὶ τις ἀκούων νὰ ἀποκτήσῃ σαφῆ γνῶσιν τοῦ πράγματος, ὅσην θὰ ἔχῃ βλέπων αὐτό). Ἄλλο νὰ σοῦ λέω κιˬ ἄλλο νὰ δῇς (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ὁ ἕνας τὸ μακρύ του κιˬ ὁ ἄλλος τὸ κοντό του (ἐπὶ γνωμῶν ἀντιθέτων) σύνηθ. Παροιμ. Ἄλλα ᾽ναι τ᾽ ἄλλα | κιˬ ἄλλο τῆς Παρασκευῆς τὸ γάλα (ἐπὶ πραγμάτων κατ᾽ ἐπίφασιν μὲν ὁμοίων, ἀλλὰ κατ᾽ οὐσίαν μὴἐπιδεχομένων σύγκρισιν ἢ ἐπὶ ἀποκαλυπτομένων γεγονότων, τὰ ὁποῖα εἶναι μὲν σοβαρά, ἀλλ᾽ οὐχὶ καὶ τόσον δεινά, ὅσον ἄλλα ἀποκρυπτόμενα. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,522) πολλαχ. Ἄλλο δὲ σκάει ὁ διˬάβολος παρ᾽ ὅντας γράφῃ ὁ γάττος (ἄλλο = δι᾽ ἄλλο πρᾶγμα. Ἐπὶ ἀξιώσεως παραλόγου, ἡ ὁποία κινεῖ τόσον τὴν ἀγανάκτησιν, ὅσον ἐὰν ὁ γάττος εἶχε τὴν ἀξίωσιν νὰ θεωρηθοῦν ὡς γράμματα αἱ προξενούμεναι ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀμυχαὶ) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἄλλος Πάσκα | κιˬ ἄλλος χάσκα (ἄλλος τρώγει κατὰ κόρον, ὡς τρώγουν κατὰ τὸ Πάσχα, καὶ ἄλλος οὐχὶ ἀναξιώτερος στερεῖται, μένει μὲ ἀνοικτὸν στόμα πεινῶν) πολλαχ. Ἄλλος εἶν᾽ ὁ Θοδωρῆς |κιˬ ἄλλος ᾽κεῖνος ποῦ θωρεῖς (ἐπὶ τοῦ συγχέοντος τὰ πράγματα. Τὸ ὄνομα Θοδωρῆς διὰ τὴν παρήχησιν) Κάρπ. Ἄλλα λογαριˬάζει ὁ ζευγᾶς καὶ ἄλλα τὸ ζευγάρι (τοῦ ὑπηρέτου καὶ παντὸς καθόλου ὑπεξουσίου αἱ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις δὲν ἐκτελοῦνται, ἂν δὲν εἶναι σύμφωνοι πρὸς τὴν θέλησιν τοῦ κυρίου των) Κρήτ. κ. ἀ — Γνωμ. Ὅποιος σκάφτει λάκκον ἄλλου πέφτει ὁ ἴδιος μέσα σύνηθ. Ἄλλος δὲν ξέρει τ’ ἀλλουνοῦ τὲς πίκριˬες καὶ τοὺς πόνους Ἰόνιοι Νῆσ. Ροῦχο τῶν ἀλλῶ, | ροῦχο τῶν ὁλῶ (τὸ ἀνῆκον εἰς ἄλλους εἶναι κοινὸν πάντων κτῆμα) Μπόβ. β) Τὸ οὐδ., ἔτι, ἀκόμη, πάλιν Καππ. Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. κ. ἀ.) : Τῆς ἔδωτεν ἄλλο δκυˬὸ τρεῖς ξυλεˬὲς τὴν μιˬὰν ’πάνω ’ς τὴν ἄλλην Κύπρ. Πρέπει νὰ δκιˬαβοῦν ἄλλο δκυˬὸ τρεῖς μέρες αὐτόθ. Ἄλλο κλαίει τὸ γαρδέλλ’ Ὄφ. Ἄβ’ ἀτεῖνος παγέγκα (ἐπήγαινε) Καππ. γ) Τὸ οὐδ., πλέον, εἰς προτάσεις ἀποφατικὰς καὶ καταφατικὰς πολλαχ. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Δὲν πάω – δὲ μπορῶ ἄλλο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Δὲ θέλω ἄλλο τὴ ζωή μου Κεφαλλ. Δὲ θά ’μια ἄλλο φτωχὸς Κέρκ. Νὰ μὴν τρώς ἄλλου Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἄλλο μὴ τρώς Ὄφ. Ἄλλου ’ς σὸ σπίτι μου νὰ μὲ ἔρτης Ἀμισ. Ἀοῦτο τὴν ἡμέραν ἄλλο νὰ μὴ ἐλέπῃς! (αὐτὴν τὴν ἑορτάσιμον ἡμέραν νὰ μὴ ἴδῃς πλέον! Ἀρὰ) Κερασ. Ἄλλο εὐτάς ἀτο; — Ἄλλο ’κ’ εὐτάγ’ ἀτο! (τὸ κάμνεις πλέον;— δὲν τὸ κάμνω πλέον!) Χαλδ. Ἄλλο σών’ σε (σοῦ φθάνει πλέον) Καππ. Εἰς τὴν σημ. ταύτην τὸ οὐδ. ἄλλο μόνον ἢ μετὰ τοῦ συνδέσμου κιˬ τιθέμενον πρὸ ἐπιθ. ἢ ἐπιρρ. θετικοῦ βαθμοῦ πολλαχ. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ) : Ἄλλο τρανὸς (μεγαλύτερος) Χαλδ. Ἐγὼ ἀσ’ ἀτὸν κιˬ ἄλλο δυνατὸς - ἔμορφος – τρανὸςεἶμαι (ἐγὼ εἶμαι δυνατώτερος - ὡραιότερος – μεγαλύτερος αὐτοῦ) αὐτόθ. Ἄλλου κακὸς – παχε͜ιὸς Εὔβ. Ἀσ᾽ ὁλωνῶν κιˬ ἄλλο μικρὸν ἔν᾽ τ᾽ ἐμὸν τὸ μῆλον (τὸ ἰδικόν μου μῆλον εἶναι μικρότερον ὅλων) Τραπ. Δὲν πάου ἄλλου πέρα (περαιτέρω) Αἰτωλ.Ἄλλου κουντὰ - μπρουστὰ (πλησιέστερα) αὐτόθ. Κιˬ ἄλλο ᾽κεῖ (ἀκόμη παρέκει) Καππ. Κιˬ ἄλλο κάτω αὐτόθ. Ἐκεῖνος ἄλλο σουμὰ ἔν᾽ (πλησιέστερα εἶναι) Χαλδ.Τιθέμενον δὲ τὸ ἄλλο πρὸ τοῦ συγκριτικοῦ βαθμοῦ ἐπιθ. χρησιμεύει εἰς τὸν σχηματισμὸν τοῦ ὑπερθετ. βαθμοῦ πολλαχ. : Ἄλλου καλύτιρους (κάλλιστος) Ἤπ. Ἄλλου χειρότιρους (χείριστος) Αἰτωλ. Πῆρι τὴν ἄλλου καλύτιρη τοῦ χουριˬοῦ Ἤπ.‖ ᾎσμ. Τοὺς πλούσιˬους δίνει τοὺ πουλὺ κὶ τοὺς φτουχοὺς τοὺ λίγου κὶ τοὺς ἄλλου φτουχότιρους μοιράδι δὲν τοὺς βγάνει Θεσσ. δ) Τὸ οὐδ., μετ᾽ ὀλίγον, ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ μόνο Πόντ.: Ἄλλο μόνο νά ᾽ρχουμαι (θὰ ἔλθω). ε) Τὸ οὐδ. ἐν ἐπαναλήψει ἄλλο...ἄλλο..., τοῦτο μέν, τοῦτο δέ, ἀφ᾽ ἑνὸς μέν, ἀφ᾽ ἑφετέρου δὲ Ἤπ. : Ὅσο νὰ φτάσῃ ᾽ς τὸ σπίτι, ἄλλο ἀπὸ τὸν κόπο, ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα κιˬ ἄλλο ἀπὸ τὴν πεῖνα εἶχε καταντήσει μισοπεθαμένος. 2) Ἀλλοῖος, διάφορος σύνηθ. : Ἔγινε τώρᾳ ἄλλος ἄνθρωπος. Ἡ ἐπιμονή του εἶναι ἄλλο πρᾶμα σύνηθ. ‖ Φρ. Γί᾽κι ἄλλους κιˬ ἄλλους (μετεβλήθη ἐπὶ τὸ βέλτιον) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἄλλος ἐξ ἄλλου ἔγινε (ὅλως μετεβλήθη) Ἤπ. Ἔγινε ἄλλος τοῦ ᾽ξ ἄλλου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἔγινε ἄλλος ἀντ᾽ ἄλλου (ἐπὶ τοῦ ἐξοργισθέντος σφοδρῶς) Σῦρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Δίωνα 11,183,20 «Πρίαμος ἄλλος ἐγεγόνει μετὰ τὴν Ἀλεξάνδρου τελευτήν». β) Διαφέρων, ἐξέχων Πόντ. (Χαλδ.) : ᾽Ατὸς ἄλλος ἔν᾽.3) Ὁ κατόπιν ἄλλου τινὸς εὑρισκόμενος ἢ ἀκολουθῶν, ὁ ἑπόμενος τοπικῶς καὶ χρονικῶς σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. : Λέγε ὁ ἄλλος μάθημα ! (εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν). Τὴν ἄλλη μέρα - ἑβδομάδα θὰ ἰδωθοῦμε. Τὸν ἄλλο χρόνο τὰ σταφύλιˬα θὰ γίνουν καλύτερα. Τὴν ἄλλη φορὰ τὰ ξαναλέμε σύνηθ. Τὴν ἄλλη τὸ πρωὶ (τὴν πρωίαν τῆς ἑπομένης) πολλαχ. Τ᾽ ἄλλο σήμερα (τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς ἑπομένης ἑβδομάδος) Σινασσ. Τὰν ἄλλα κρία (τὴν μεθεπομένην πρωίαν) Τσακων. Τ᾽ ἄλλο ταχεˬὰ (τὴν μεθεπομένην) Πελοπν. (Μάν.) Ταχεˬὰ τὴν ἄλλη Κρήτ. ‖ Φρ. Καὶ ᾽ς τὴν ἄλλη μὲ τὸ καλό! (κατὰ τὴν ἐπανάληψιν τῆς αὐτῆς πράξεως νὰ εὐτυχῇς! Εὐχὴ) σύνηθ. β) Ὑπόλοιπος σύνηθ. : Ὅσοι πέθαναν γλύτωσαν, νὰ δοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι τί θὰ γίνωμε. Τὰ ξώδεψα τ᾽ ἄλλα χρήματα. Κατὰ τ᾽ ἄλλα εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. γ) Ἀδελφὸς (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ὑπολειπομένου) Κρήτ.: Ἦρθε ὁ ἄλλος μας. Μωρή, φώναξε τ᾽ ἀλλοῦ σου ! δ) Πληθ., οἱ ἐν τῇ ξένῃ γῇ συγγενεῖς Κρήτ. : Νά ᾽ναι καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι μας! (εὐχή). 4) Ὁ προηγούμενος χρονικῶς σύνηθ. καὶ Τσακων.: Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα ἦρθα ᾽ς τὸ σπίτι σου, μὰ δὲ σὲ βρῆκα. Τὴν ἄλλη Δευτέρα εἴχαμε ἀρχιμηνιˬά. Τὸν ζήτησα τοὶς ἄλλες νὰ τὸν δῶ, ἀλλὰ δὲν ἦρθε (συνών. τοὶς προάλλες) σύνηθ. Τὴν ἄλλη ποῦ πέρνας δὲ μίλησες Χίος Ἀρρωστῆκα τοὺρ ἄλλε (ἀρρώστησα πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν) Τσακων. Τ᾽ν ἄ᾽ σημιρ᾽νὴ (τὴν αὐτὴν ἡμέραν τῆς προηγουμένης ἑβδομάδος) Μακεδ. (Καταφύγ.) Ἡ ἄ᾽ σὰ σήμιρα (συνών. τῇ πρηγουμένῃ) Αἰτωλ. Τ᾽ς ἄ᾽ς φουρᾶς (πρὸ ἡμερῶν) Θεσσ. 5) Ἐναντίος, κακὸς Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) : Φρ. Ἔρριξε᾽ς τὴν ἄλλη (ἐνν. μερεˬὰ τὴν μὴ προσήκουσαν, τὴν κακήν. Ἐπὶ τοῦ ματαιοπονήσαντος) Φιλιππούπ. 6) Διάβολος, κατ᾽εὐφημισμ. Πόντ. (Κερασ.) : Ἀτώρᾳ παίρει σε ἄλλος! (τώρᾳ σὲ παίρνει ὁ διάβολος!) β) Κακοποιὸν πνεῦμα, ἐξωτικὸν Πόντ. (Κερασ.): Ἀτώρᾳ παίρ᾽νε σε οἱ ἄλλοι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/