ἀλογάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀλογάκι τὸ, κοιν. ἀλοάκι Κίμωλ. Νάξ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ὑποκοριστικοῦ οὐσ. ἀλογάκιν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 781 (ἔκδ. Wagner σ. 168)«τί ὠφελεῖἡ ἔπαρσις καὶ ἡ ἀλαζονεία |καὶ τὰ πολλὰ καυχήματα, τὰ ἔχεις, ἀλογάκιν;»

Σημασιολογία

1)Ἵππος μικρᾶς ἡλικίας ἤ μικρόσωμος κοιν. Συνών. ἀλογατάκι 1.2)Ὑπὸ τὸν τὺπ. ἀλογάκι τῆς θάλασσας. ὁ ἰχθὺς ἱππόκαμπος ὁ βραχύρρυγχος (hippocampus brevirostis)τῆς ὀικογενείας τῶν ἱπποκάμπων (hippocampini)τῆς τάξεως τῶν λοβοβραγχίων (lophobrachii)τὸ ἀρχαῖον ἱππίδιον ἤ ἱππος (πβ. ΜΣτεφανίδ.ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 <1918> 65 κἑξ.)Θήρ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)κ.ἀ. Συνών ἀλοατάκιν τῆς θάλασσας (ἰδ. ἀλογατάκι) , ἀλογατόψαρο, ἀππαρόψαρο. 3)Ὑπὸ τοὺς τύπ. τ᾿ἅγι-Γιωργιοῦ ἤ τ᾿ ἅγι-Δημήτρι τ᾿ἀλογάκι, τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Χριστοῦ τ᾿ ἀλογάκι, τὸ ἔντομον μάντις ὁ θρησκευτικὸς (mantisreligiosa)τοῦ γένους τῶν μαντιδῶν (mantidae) τῆς τάξεως τῶν ὀρθοπτέρων (orthoptera)μὲ εὐκινήτοὺς πόδας καὶ τὴν κεφαλήν, νομιζόμενον συνήθως ὡς ἱερὸν ζῷον καὶ καλὸς οἰωνός, ὁ τῶν ἀρχαίων μάντις πολλαχ. Συνών. ἀλογατάκι τοῦ Χριστοῦ - τῆς Παναγίας (ἰδ. ἀλογατάκι) , τοῦ Θεοῦ - τῆς Παναγίας τ᾿ἄλογο (ἰδ. ἄλογο) , ἀλογούτσα. 4)Τὸ φυτὸν κληματίς ἡ φλογερὰ (clematisflammula)Πελοπν. (Λακων.)Συνών. ἀγράμπελη 2,ἀγριαμπελίδα. 5)Σιδηροῦν ὑποστήριγμα τῶν ξύλων τῆς ἑστίας διὰ νὰ γίνεται ρεῦμα ἀέρος Θρᾴκ. (Καλαμίτσ.)6)Κατὰ πληθ. ἀλογάκια, παιδιά, καθ᾿ἥν οἱ παῖκται τῆς μιᾶς ὁμάδος πηδῶντες ἐπικάθηνται εἰς τὴν ράχην τῶν παικτῶν τῆς ἑτέρας Ἤπ. Συνών. καβάλλες. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. Πελοπν.(Ἀρκαδ.)[**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/