ἀλογάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλογάρα ἡ, Λεξ. Μ.Εγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλογο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρα.

Σημασιολογία

Γυνή ὑπὲρ τὸ δέον εὐτραφὴς καὶ διὰ τοῦτο στερουμένη εὐκινησίας καὶ χάριτος. Συνών. ἀλόγα 2. Πβ. ἀγελαδάρα, ἀλλόκοτος2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/