ἀλογάριˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογάριˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλογάριˬαστος ἐπίθ. κοιν. ἀλογάραστος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)ἀλογαρίαστος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλουγάριˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀλοάριˬαστος Μεγίστ. Σύμ. ἀλοάρκαστος Κύπρ. ἀλογάριˬαγος Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν. Ὀλυμπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. λογαριˬαστὸς <λογαριˬάζω.

Σημασιολογία

Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ λογαριασθείς, ὁ μὴ ὑπολογισθεὶς κοιν.: Ἀλογάριˬαστα εἰσοδήματα-χρέη κττ. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ λογαριασθῇ, ἀμέτρητος, ἀναρίθμητος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀλογάριαστα χρήματα ᾿ ξώδεψε. Σκότωσε πουλλιˬὰ ἀλογάριˬαστα κοιν. Βιˬὸ ἀλογάριˬαστο Ἤπ. || ᾎσμ. Κ᾿ἡ μούλα ἡ κανακαρεˬὰ λογάρι φορτωμένη, λογάρι ἀλογάριˬαστο κιˬ ὅλο μαργαριτάρι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)Συνών. ἀλόγιˬαστος 2, ἀμέτρητος, ἀναρίθμητος. γ) Ὁ μὴ συνυπολογισθεὶς εὶς τὸν λογαριασμόν, ἐκτὸς λογαριασμοῦ πολλαχ.: Τοῦτο σοῦ τὸ δίνω ἀλογάριˬαστο Ἤπ. Πᾶρε καὶ τοῦτο ἀλογάριαστο αὐτόθ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ λογαριαζόμενος, ὁ μὴ κρινόμενος ἄξιος νὰ συγκαταριθμηθῇ μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀνυπόληπτος Πελοπν. (Λακων.)κ.ἀ. : Ὁ ἀλογάριˬαστος, ᾿ς ἐμένα ἦρθε νὰ κάμῃ τὸ bαλληκαρᾶ! Λακων. Β) Ἐνεργ. 1) Ὁ μὴ διευθετήσας μετά τινος τοὺς λογαριασμούς του πολλαχ.: Εἶμαι ἀκόμα ἀλογάριˬαστος μὲ τὸν ἔμπορο. 2) Ὁ μὴ λαμβάνων τινὰ ὑπ᾿ὄψιν του Πελοπν. (Μάν.)κ.ἀ. : ᾎσμ. Κιˬ ὁ Χάρως ὁ ἀλογάριˬαστος τὸν Παναγιώτη πήρεκε (μοιρολ.)Μάν. 3) Ὁ μὴ καλῶς ὑπολογίζων, ὁ μὴ καλῶς σκεπτόμενος, ἀλόγιστος, ἀσύνετος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Ὀλυμπ.)Πόντ. (Οἰν.)κ.ἀ.: Πολὺ ἀλογάριˬαστος εἶναι, ᾿ ξοδεύει ὅ,τι τύχῃ Σαρεκκλ. Ἀλογάριˬαγο πρᾶμα ποῦ ᾿ ν᾿ἐκεῖνος ὁ γιˬός μου! Ὀλυμπ. || Γνωμ. Ἀλογάριαστος πραματευτής, καθάρ͜ειος διακονιˬάρις (ἔμπορος ἀσυνέτως σπαταλῶν ἐξάπαντος θὰ πτωχεύσῃ)Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/