ἀλογάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλογάρις ὁ, Εὔβ. (Κάρυστ.)Ἰων. (Κρήν.)Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Οἰν. Τρίκκ. κ.ἀ.)–Λεξ. Βλαστ. ἀλουγάρ᾿ ς Θρᾴκ. (Αἶν.)Σάμ. Σκῦρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλογο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Πβ. Β 376 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)«νέοι ὀχτὼ ξαρμάτωτοι τοῦ Βασιλιοῦ ἀλογάροι».
Σημασιολογία
1) Ὁ τρέφων ἵππους, ἱπποτρόφος Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ. Οἰν. Τρίκκ.)Σάμ. Σκῦρ. –Λεξ. Βλαστ. β) Ὁ ἔχων ἵππους χρησιμοποιουμένους πρὸς ἁλωνισμὸν Εὔβ. (Κάρυστ.)γ) Ὁ ὁδηγὸς τῶν ἁλωνιζόντων ἵππων Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) : Πολλοὶ ἀλογαραῖοι ἐμαζωχτήκανε ᾿ς τ᾿ ἁλώνι Πελοπν. Συνών. βαλμᾶς. 2) Ὁ ἐπιβαίνων ἵππου, ἔφιππος Θρᾴκ. (Αἶν.)Ἰων. (Κρήν.) : ᾎσμ. Ἐκεῖ βλέπει τὸν ἄντρα τσης ἀλογοκαβαλλάρι καὶ μὲ σαράντα φλάμπουρα κ᾿ἑξήντα ἀλογάροι Κρήν. Πβ. ἀλογαρᾶς, ἀλογᾶς, ἀλογατιˬέρης, ἀλογάτορας, ἀλογᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA