ἀλογεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλογεˬὰ ἡ, ἀλογέα Πόντ. ἀλογεˬὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)–ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,61.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλογο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εά.
Σημασιολογία
1) Δέρμα ἵππου Κ Κρυστάλλ. ἔνθ᾿ἀν. 2) Φορτίον ἵππου Πόντ. Συνών. ἀλογοφόρτι. 3) Ὀσμὴ ἵππου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Πόντ.: Ἀλογέας μυρίζει Πόντ. Ἀλογεˬᾶς βρομᾷ Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA