ἀλόγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλόγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλόγιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)–Λεξ. Περίδ. ἀλόιστος Κῶς
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλόγιστος.
Σημασιολογία
1)Ἀπερίσκεπτος, ἀσύνετος Πόντ. (Κερας.)— Λεξ. Περίδ. Συνών. ἀλόγιˬαστος 1, ἄμυˬαλος, ἀνόητος. Πβ. ἀγάθας. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., ἀφροσύνη, μανία Κῶς: Φρ. Ἀλόιστο νὰ σ᾿εὔρῃ! (νὰ τρελλαθῇς ! Ἀρά) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA