ἄλογο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλογο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄλογο τό, ἄλογον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλογο κοιν. καὶ Καππ. (Ποτάμ. Φλογ.)Πόντ. (Ζησιν. Κοτύωρ. Ὄφ. κ.ἀ.)ἄλουγο Ρόδ. ἄλουγου βόρ. ἰδιωμ. ἀλοgο Καλαβρ. (Μπόβ.)ἄλοον Ρόδ. ἄλοο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Χίος ἄλο Πελοπν. (Κορίνθ.)Χίος (Πυργ.)ἄλουο Κάρπ. ἄλουουν Λυκ. (Λιβύσσ.)ἄουο Νάξ. (Φιλότ. κ.ἀ.)ἄο Νάξ. ἄογο Βιθυν. Τσακων. ἄγο Τσακων. ἄβγο Καππ. (Φάρασ.)ἄλεγον Μεγίστ. Πόντ. (Ἀμισ.)ἀλέγο Προπ. (Προκόνν.)ἄλιγου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)Ἴμβρ. ἄλεον Καππ. (Σίλ.)Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.)ἄλεο Μύκ. ἄλεβον Μεγίστ. Νίσυρ. ἄλαγο Θρᾴκ. Κάλυμν. Λέρ. Σύμ. ἄλαο Κάλυμν. Λέρ. Σύμ. ἀλαγου Μακεδ. ἄλ᾿ γου Καππ. ἄgουλου Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀλόγατο Σῦρ. ἀλόατον Σύμ. ἀλόατο Νάξ. Πλήθ. ἀλόγατα πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄλογον. Πβ. Διόδωρ. 23,505 «ἀπώλεσαν μακρὰς ναῦς τριακοσίας τεσσαράκοντα, ἱππαγωγούς δὲ καὶ πλοῖα ἕτερα τριακόσια, ἀπὸ δὲ Καμαρίνης ἕως Παχύνου τὰ σώματα καὶ τὰ ἄλογα καὶ τὰ ναυάγια ἔκειντο.» Ἡ σημ. αὕτη ἀπὸ τοῦ ἐπιθ. ἄλογος ὡρμήθη ἐκ τοῦ στρατιωτικοῦ βίου. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,142.Ὁ τύπ. ἀλόγατο ἐκ τοῦ πληθ. ἀλόγατα, οὖτος δὲ ἀπὸ τοῦ ἄλογα κατὰ παρέκτασιν. Ἰδ. Γχατζιδ ΜΝΕ 1,401 κἐξ. 2,14. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀζούματο κττ. Ὁ τύπ. ἄβγο ἐκ τοῦ ἄ ο, ἐν ᾦ ἀποβολὴ τοῦ λ, κατ᾿ἀνάπτυξιν τῶν φθόγγ. βγ. Πβ. καὶ ἁλώνι-ἁώνι-ἁβγώνι κττ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζᾦον ἵππος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.)Καππ. (Ποτάμ. Σίλ. Φάρασ. Φλογ. κ.ἀ.)Πόντ. (Ζησιν. Κερασ. Κοτύωρ. Οἱν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)Τσακων.: Ἄλογο ἄσπρο-μαῦρο-κόκκινο κττ. Ἄλογο βαρβᾶτο (ἵππος ἐνόρχης)κοιν. Ἄλογο τσινιˬάρικο (τὸ ἄλογο ποῦ λακτίζει)πολλαχ. Ἄλογο λαμνᾶτο (μακρόσωμον καὶ λεπτοφυὲς)Εὔβ. Βρὲ ἄλογο! (ὑβριστικῶς)Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Φρ. Τό ᾿δεσε τ᾿ ἄλογό του (ἐξησφάλισεν ἑαυτὸν οἰκονομικῶς. Συνών. φρ. ἐδεσε τὸ γάιδαρό του) . Πράσινο ἄλογο ζητᾷ (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντος τὰ ἀδύνατα)πολλαχ. Σὰν ἄλουγου βαρβᾶτου δὲ βαστ͜ειέτι (ἐπὶ ἀνυπομόνου)Στερελλ. (Αἰτωλ.)Γυρίζει σὰν τ᾿ ἄλογο ᾿ς τ᾿ἁλώνι (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς ἐργαζομένου καὶ δὴ ἐργασίαν χειρωνακτικὴν καὶ μονότονον)Πελοπν. (Καλάβρυτ.)Εἶνι ἄλουγου χώρ᾿ ς γκέμ᾿(ἐπὶ ἀπεριορίστου)Ἤπ. Τὸν ἔχει βόδι κιˬ ἄλογο (τὸν διευθύνει κατὰ βούλησιν)Κωνπλ. Τ᾿ἄλογα ἀποστάσανε (ἐπὶ γέροντος)Πελοπν. Ἔχω τ᾿ ἄλογα ᾿ ς τ᾿ἁλώνι (τρώγω)αὐτόθ. Ἔχει ἄλογα ᾿ς τ᾿ ἁλώνι (ἐπὶ τοῦ ἀρνουμένου νὰ δεχθῇ πρόσκλησιν)Ζάκ. || Παροιμ. Τ᾿ ἄλογο μονάχο του ἀξαίνει τὴν ταγή του (ἐπὶ φιλοπόνου ἐργάτου, τοῦ ὁποίου αὐξάνεται ἡ ἀμοιβὴ)Ἤπ. Τὸ χαμελὸν τ᾿ ἄλογον ὅλ᾿καβαλλ᾿ κεύ᾿ν ἀτο (ἐπὶ ταπεινοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον ὅλοι μεταχειρίζονται ὅπως θέλουν) Χαλδ. Τ᾿ ἀλεγοῦ τὸ τουράδιν ἄν στέκ᾿ , θὰ στέκω κ᾿ἐγώ (ἄν παύση νὰ κινῆται ἡ οὐρὰ τοῦ ἀλόγου, θὰ σταθῶ καὶ ἐγώ. Ἐπὶ διαρκοῦς ἀσχολίας)Κερασ. || ᾎσμ. Σηκώνεται ὁ Κωνσταντῆς ἀπὸ τὸν μαῦρον Ἅδη, κάμνει τὸ μνῆμα ἄογο καὶ τὸ κιούρι σέα (κιούρι=κιβούρι, σέα=σέλλα)Βιθυν. β)Ἄρρην ἵππος Ἤπ. (Κούρεντ.)2)Μικρὸς ἰχθύς, τοῦ ὁποίου τὸ ἄνω μέρος ὁμοιάζει πρὸς ἵππον Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.)Κεφαλλ. 3) Ὑπὸ τοὺς τύπ. τοῦ Θεοῦ-τῆς Παναγίας τ᾿ἄλογο, τὸ ἐντομον ἀλογάκι 3, ὅ ἰδ., πολλαχ. 4) Τὸ ἀνδρικὸν μὀριον Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἡσύχ. «ἵππον· τὸ μόριον καὶ τὸ τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ ἀνδρὸς». 5)Κήλη Πελοπν. (Λακων.):Μὴ πηδάῃς καὶ κάμῃς ἄλογο. Συνών. κατέβασμα. 6) Παιδιά, καθ᾿ἥν τὸ παιδίον τρέχει ἐπιβαῖνον εἰς κάλαμον ἤ ράβδον ὡς εἰς ἵππον σύνηθ. 7) Ὑπὸ τὸν τύπ. τρία ἄλοgα, τὸ ἀρχαῖον νόμισμα τοῦ βασιλείου τῶν δύο Σικελιῶν Καλαβρ. (Μπόβ.)8) Ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ, τὰ ὑποδήματα τῶν χωρικῶν τά κοινῶς τσαρούχιˬα λεγόμενα Ἠπ. (Δρόβιαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA