ἀλογολάπαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογολάπαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογολάπαθο τό, ἀμάρτ. ἀλογολάπατο Λεξ. Γαζ. (λ. ἱππολάπαθον) .
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ λάπαθο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν λάπαθον τὸ ὑδρολάπαθον (rumex aquaticus)τοῦ γένους τοῦ λαπάθου (rumex)τῆς τάξεως τῶν πολυγονωδῶν (polygonaceae) , τὸ ἱππολάπαθον τοῦ Διοσκορ. (2,141) . Συνών. ἀγριολάπαθο, νερολάπαθο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA