ἀλογοπάτημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοπάτημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογοπάτημα τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ πάτημα.
Σημασιολογία
1) Πάτημα ἵππου Κπαλαμ. Πεντασύλλ. 116 : Ποίημ. Σᾶς μέλλεται ξολοθρεμὸς, | ἀκοίταχτα, ἀλογάριˬαστα κάτου ἀπ᾿τ᾿ἀλογοπάτημα | τοῦ Ἀγαρηνοῦ... (ταῦτα λέγονται πρὸς τὰ λουλούδια) . 2) Ἴχνος ποδὸς ἵππου πολλαχ. Συνών. ἀλογάχναρο, ἀλογοκοπός, ἀλογοπατημιˬά, ἀλογοπατησιˬά, ἀλογοπεταλεˬά, ἀλογότορος. Πβ. ἀλογοπατημασιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA