ἀλογοσέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοσέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλογοσέρνω Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ. Νάξ. –Λεξ. Βλαστ. ἀλοοσέρνω Νάξ. ᾿ λοοσέρνω Κύθν. ᾿ λουγουσέρνου Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Έκ τοῦ οὐσ. ἄλογο καὶ τοῦ ρ. σέρνω. Παρὰ Σομ. ἀλογοσύρνω.
Σημασιολογία
1) Δένω τινὰ εἰς τὴν οὐρὰν ἵππου, ὑπὸ τοῦ ὁποίου συρόμενος κατὰ γῆς φονεύεται Ζάκ. Κέρκ. Κύθν. Νάξ.: Ἤξιζε νὰ τὴν ἀλοοσύρουνε Νάξ.|| ᾎσμ. Ἐκεῖ ἔπιακε τὴ μάννα του καὶ τὴν ἀλογοσέρνει, τὴν ἔκαμε κλωνὶ κλωνὶ σὰν τὸ κλωνὶ τὸ σ᾿ τάρι Κέρκ. 2) Σύρω τινὰ κατὰ γῆς ὡς ὁ ἵππος τὸν πεσόντα ἀναβάτην Ἤπ. –Λεξ. Βλαστ. 3) Φέρω φορβάδα είς ἵππον πρὸς ὀχείαν Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA