ἀλογοσίδερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογοσίδερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλογοσίδερο τό, ἐνιαχ. ἀλουγουσίδιρου Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ σίδερο.

Σημασιολογία

Συνήθως εἰς τὸν πληθ., οἱ διὰ σιδηρᾶς ἁλύσεως συνδεδεμένοι σιδηροῖ κλοιοί, διὰ τῶν ὁποίων περιβάλλουν τοὺς δύο ἐμπροσθίους πόδας τῶν ἵππων ἤ ἡμιόνων καὶ ἀφίνουν αὐτούς ἐλευθέρους πρὸς νομήν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/