ἀλογούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογούδι τό, ἐνιαχ. ἀλουγούδ᾿Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Σέρρ. Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄλογο διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.
Σημασιολογία
Ἵππος μικρὸς τὴν ἡλικίαν ἤ μικρόσωμος. Συνών. ἀλογάκι 1, ἀλογατάκι 1, ἀλογόπουλλο, ἀλογούτσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA