ἀλόη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλόη

Τυπολογία

ἀλόη ἡ, Ἄνδρ. Κύπρ. Ρόδ. –Λεξ. Βλαστ. ἀλοὴ Εὔβ. Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. κ.ἀ.)Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ.)Χίος –Λεξ. Βλαστ. ἀλουὴ Εὔβ. Ἰόνιοι Νῆσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλουλὴ Κυδων. ἀλόχη Ἠπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀλόη.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν ἀλόη ἡ ἀληθινὴ (aloë vera ἤ vulgaris)Ἤπ. Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)κ.ἀ. Συνών. ἀλᾶς. 2) Τὸ φυτὸν ἀγαύη ἡ Ἀμερικανικὴ (agaveAmericana)Θήρ. κ.ἀ. Συνών. ἀθάνατος 1, ἀμάραντος, σκιλλοκάρα. 3) Τὰ ὡς ἀλόη πικρὰ θερμοβότανα ἤ θερμόχορτα, τῆς τάξεως τῶν γεντιανωδῶν (gentianaceae) , ἀντιπυρετικὰ φάρμακα τοῦ λαοῦ α) Ἐρυθραία τὸ κενταύριον (erythraea centaureum) , τὸ μικρὸν κενταύριον τοῦ Διοσκορ. (3,7)Ζάκ. Κεφαλλ. Συνών. ἄσπρο χαμομήλι (ἰδ. χαμόμηλο) , πιˬασμόχορτο, πικρόχορτο,ριγόχορτο, φαρμακούλλι. β) Ἐρυθραία ἡ λεπτοανθὴς (erythraea tenuiflora)Κεφαλλ. Συνών. μικρὸ καλογεράκι (ἰδ. καλογεράκι) , φαρμακούλλι. 4) Τὸ πικρὸν βότανον γεντιανὴ ἡ κίτρινη (gentiana lutea)τῆς τάξεως τῶν γεντιανωδῶν (gentianaceae) . Συνών. γεντιανή. 5) Ἡ ἀλόη τῶν φαρμακείων, ἐκ τοῦ ὀποῦ διαφόρων εἰδῶν ἀλόης τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae)τῶν Ἰνδιῶν καὶ τῆς Ἀφρικῆς ἔνθ. ἀν.: Φρ. Τὸ στόμα μου εἶναι ἀλοὴ (πικρὸν ὡς ἀλόη)Εὔβ. Ὁ καφὲς εἶναι ἀλοῆς φαρμάκιˬος Μεσσ. Μ᾿ηὖραν βάσανα κιˬ ἀλοὲς Καλάβρυτ, Κακὴ ἀλόχη!(ἀρὰ πρὸς λαίμαργον)Ἤπ. || Φρ. παροιμ. Ἐγλύκαναν οἱ ἀλοὲς κ᾿ἐπρίκισαν τὰ μέλιˬα (ἐπὶ τῆς προόδου ἀνάξιων)Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. *ἀλόι, ἀλός. Πβ. ἀγκιˬοή, φαρμάκι, χολή. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/