ἀλοιφέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλοιφέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλοιφέας ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλοιφὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –έας, δι᾿ἥν ἰδ. –εάς.
Σημασιολογία
1) Ὁ χρίων διὰ κονιάματος τοὺς τοίχους, χρίστης. 2) Μεταφ. κόλαξ. Πβ. ἀλοιφόπιττα, ἀλοιφούτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA