ἀλοιφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλοιφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλοιφὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερας. Χαλδ.)ἀ᾿ φὴ βόρ. ἰδιώμ. ἀλοιθὴ Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλοιφή.
Σημασιολογία
1) Βούτυρον ἤ λίπος χοίρου Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)κ.ἀ. :Τοὺ φαεῖ ἡ ἀ᾿ φὴ τοῦ φκ͜ειάν Αίτωλ. Θέ᾿πουλλὴ ἀ᾿ φὴ γιˬὰ νὰ γέ᾿καλὸ τοὺ φαεῖ αύτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. β) Ἔλαιον Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.)2)Φαρμακευτικὴ συσκευασία ἐκ λίπους καὶ ἄλλων οὐσιῶν θεραπευτικῶν, διὰ τῆς ὁποίας χρίεται πάσχον μέλος τοῦ σώματος πρὸς θεραπείαν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) : Ἀλοιφὴ γιὰ πληγὲς- γιˬὰ μάτιˬα-γιˬὰ σπυριˬὰ κοιν. Ἀλοιφὴ γιˬὰ μαγιˬασίλι –γιˬὰ ψωροφύτη Κρήτ. Ἀλοιφὴ τῆς φωτιˬᾶς (ἀλοιφὴ δι᾿ἐγκαύματα. Συνών. κεραλοιφὴ)Ἀθῆν. 3)Χυμικὸν μεῖγμα, διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ γάνωσις τῶν πηλίνων ἀγγείων πολλαχ.: Χἀλασεν ἡ ἀλοιφὴ τοῦ τσουκαλιˬοῦ ἀπὸ μέσα Ἄνδρ.Πβ. ἀλοιφᾶτος, ἀλοιφένιˬος, ἀλοιφώνω. 4) Χυμικὸν μεῖγμα, διὰ τοῦ ὁποίου καθαρίζονται τὰ ὀρειχάλκινα ἤ σιδηρᾶ πράγματα Ἀθῆν. Θράκ. (Κομοτ.)Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA