ἀλοιφόπιττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλοιφόπιττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλοιφόπιττα ἡ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)κ.ἀ. –Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀ᾿ φόπιττα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλοιφὴ καὶ πίττα.
Σημασιολογία
Πίττα, πρόχειρον ἔδεσμα παρασκευαζόμενον εἰς τὸ τηγάνι μὲ ἀλοιφήν, ἤτοι λίπος χοίρου ἤ βούτυρον ἤ ἔλαιον Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. || Μεταφ. 1) Ἐπὶ τοῦ ἔχοντος τὴν συνήθειαν νὰ θωπεύῃ, νὰ περιποιῆται, νὰ κολακεύῃ (οἱονεὶ ὁ προσκολλώμενος εἴς τινα ἐκ μεταφ. τῆς πολὺ βούτυρον ἤ λίπος ἐχούσης πίττας, ἡ ὁποία ἀλείφει τὰς χεῖρας)Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): Εἶναι μιὰ ἀλοιφόπιττα! πβ. ἀλοιφέας 2, ἀλοιφούτσα. 2) Ἐπὶ τοῦ ὑποκρινομένου τὸν ἠθικόν, συνήθως ἐπὶ γυναικὸς Ἤπ. 3) Ἐπὶ τοῦ ὑποκρινομένου τὸν πτωχὸν ἐνῷ εἶναι πλούσιος (διὰ τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν πβ. τὸ ἀρχ. γλίσχρος σημαῖνον τὸν κολλώδη καὶ ἐπειτα τὸν φειδωλὸν)Ἤπ. : Τί ἀ᾿ φόπιττα εἶναι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA