ἀλοιφώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλοιφώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλοιφώνω πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλοιφή.
Σημασιολογία
1) Ἐπιχρίω τὴν ἐσωτερικὴν ἐπιφάνειαν τῶν ἀγγείων διὰ χυμικοῦ τινος πολτοῦ ἐμφράττοντος τοὺς πόρους αὐτῶν διὰ νὰ μὴ ἀπορροφᾶται τὸ ὑγρόν Κύθν. Σίφν.: Ἀλοιφώνω τὸ τσουκάλι πολλαχ. Ἀγγ͜ειὸ ἀλοιφωμένο Κύθν. 2) Ἐμβαπτίζω ἐντὸς μολυβδούχου διαλύσεως σωλῆνας ἤ τι τοιοῦτον πρὸ τῆς ὀπτήσεως Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA